καλαναρχώ

καλαναρχώ
βλ. κανοναρχώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλαναρχώ — έω [καλανάρχος] 1. κανοναρχώ*, εκτελώ το έργο τού κανονάρχη 2. φλυαρώ δυσάρεστα με διάθεση επιπλήξεως («τί μού καλαναρχάς κάθε μέρα;») …   Dictionary of Greek

  • κανοναρχώ — και καλοναρχώ και καλαναρχώ (Μ κανοναρχῶ και καλαναρχῶ έω) [κανονάρχης] 1. εκτελώ το έργο τού κανονάρχη, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά τους εκκλησιαστικούς ύμνους στον ψάλτη 2. μτφ. εισηγούμαι, υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάποιον ενέργειες ή τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • ακαλανάρχητος — η, ο [καλαναρχώ] ο ακανονάρχητος* …   Dictionary of Greek

  • κανοναρχώ — και κανοναρχάω και καλοναρχώ και καλαναρχώ κανονάρχησα και καλονάρχησα και καλανάρχησα, κάνω το έργο του κανονάρχη: Κανοναρχάει στην εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”